lorgnette - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

lorgnette - translation to γαλλικά

PAIR OF SPECTACLES WITH A HANDLE
Lorgnettes
  • Bedford Museum, Bedford]].
  • Fan lorgnette from late 18th century
  • Lorgnette used by [[David Scott Mitchell]]
  • Portrait of Louise von Wertheimstein holding a lorgnette

lorgnette         
n. lorgnette, opera glasses
jumelle de spectacle      
n. lorgnette

Ορισμός

Lorgnette
·noun An opera glass.
II. Lorgnette ·noun elaborate double eyeglasses.

Βικιπαίδεια

Lorgnette

A lorgnette () is a pair of spectacles with a handle, used to hold them in place, rather than fitting over the ears or nose. The word lorgnette is derived from the French lorgner, to take a sidelong look at, and Middle French, from lorgne, squinting. Their precise origin is debated: some sources describe English scientist George Adams the elder as their inventor, while others cite his son George Adams the younger.

The lorgnette was usually used as a piece of jewelry, rather than to enhance vision. Fashionable ladies usually preferred them to spectacles. These were very popular at masquerade parties and used often at the opera. They were worn popularly in the 19th century. The lorgnette was employed as a prop and affectation by early 20th century trial lawyer Earl Rogers, and one is featured on the front cover dust jacket of his biography, Final Verdict, by his daughter Adela Rogers St. Johns.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για lorgnette
1. Mais c‘est décidément voir les choses par le petit bout de la lorgnette.
2. Frapper, comme il le dit lui–même, «par le petit bout de la lorgnette».
3. Vue par la lorgnette popiste, sa non–réélection est un cataclysme.
4. Mais quand il fabrique ses montres, il a tendance ŕ tout observer par la lorgnette qu‘il a ŕ l‘śil.
5. Les libraires eux–męmes, rejoints par les éditeurs et les écrivains suisses, invitent ŕ retourner la lorgnette.